πραικόκκιον
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | πραικόκκιον | τὰ | πραικόκκιᾰ | ||||
| γενική | τοῦ | πραικοκκίου | τῶν | πραικοκκίων | ||||
| δοτική | τῷ | πραικοκκίῳ | τοῖς | πραικοκκίοις | ||||
| αιτιατική | τὸ | πραικόκκιον | τὰ | πραικόκκιᾰ | ||||
| κλητική ὦ! | πραικόκκιον | πραικόκκιᾰ | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πραικοκκίω | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | πραικοκκίοιν | ||||||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
πραικόκκιον ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)
- (φρούτο) βερίκοκο
- ※ περὶ δὲ τῶν κοκκυμήλων τί δεῖ καὶ λέγειν; οὐδεὶς γὰρ ἀγνοεῖ τὴν ἀπόθεσιν αὐτῶν οὐκ ἐν Δαμασκῷ μόνον ἢ κατὰ τὴν Ἰβηρίαν ἀλλὰ καὶ παρ' ἡμῖν γιγνομένην. ὥστ' ὀλίγιστοι τῶν καρπῶν εἰσιν οἱ μὴ δυνάμενοι ξηρανθῆναι πλὴν πέπονες, ὡς ἔφην, καὶ μηλοπέπονες τά τ' Ἀρμενιακὰ καὶ τὰ Περσικὰ καὶ πραικόκκια παρὰ Ῥωμαίοις ὀνομαζόμενα. (Γαληνός, Περί εὐχημίας καὶ κοκακοχυμίας 6, 785)
- πραικόκιον (λήμμα λεξικού Bailly)
Πηγές
- πραικόκιον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.