βερικόκκιον
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | βερικόκκιον | τὰ | βερικόκκιᾰ |
| γενική | τοῦ | βερικοκκίου | τῶν | βερικοκκίων |
| δοτική | τῷ | βερικοκκίῳ | τοῖς | βερικοκκίοις |
| αιτιατική | τὸ | βερικόκκιον | τὰ | βερικόκκιᾰ |
| κλητική ὦ! | βερικόκκιον | βερικόκκιᾰ | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | βερικοκκίω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | βερικοκκίοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- βερικόκκιον < βερίκοκκ(ον) + υποκοριστικό επίθημα -ιον
Ουσιαστικό
βερικόκκιον ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)
- (φρούτο) υποκοριστικό του βερίκοκκον
- (φυτό) η βερικοκιά
Πηγές
- βερικόκκιον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.