βερικόκκιον

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ βερικόκκιον τὰ βερικόκκι
      γενική τοῦ βερικοκκίου τῶν βερικοκκίων
      δοτική τῷ βερικοκκί τοῖς βερικοκκίοις
    αιτιατική τὸ βερικόκκιον τὰ βερικόκκι
     κλητική ! βερικόκκιον βερικόκκι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  βερικοκκίω
γεν-δοτ τοῖν  βερικοκκίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βερικόκκιον < βερίκοκκ(ον) + υποκοριστικό επίθημα -ιον

Ουσιαστικό

βερικόκκιον ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)

  1. (φρούτο) υποκοριστικό του βερίκοκκον
  2. (φυτό) η βερικοκιά
      Τῷ αὐτῷ μηνὶ ἐγκεντρίσεις ὅσα πρῶτα ἀνθεῖ, οἷον δωράκινα, δαμασκηνά, βερικόκκια, ἀμυγδαλέας, κερασέας. (Γεωπονικά, 3, 1, 4)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.