βελούδινος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | βελούδινος | η | βελούδινη | το | βελούδινο |
| γενική | του | βελούδινου | της | βελούδινης | του | βελούδινου |
| αιτιατική | τον | βελούδινο | τη | βελούδινη | το | βελούδινο |
| κλητική | βελούδινε | βελούδινη | βελούδινο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | βελούδινοι | οι | βελούδινες | τα | βελούδινα |
| γενική | των | βελούδινων | των | βελούδινων | των | βελούδινων |
| αιτιατική | τους | βελούδινους | τις | βελούδινες | τα | βελούδινα |
| κλητική | βελούδινοι | βελούδινες | βελούδινα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
βελούδινος, -η, -ο
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη βελούδο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.