βελουδένιος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | βελουδένιος | η | βελουδένια | το | βελουδένιο |
| γενική | του | βελουδένιου | της | βελουδένιας | του | βελουδένιου |
| αιτιατική | τον | βελουδένιο | τη | βελουδένια | το | βελουδένιο |
| κλητική | βελουδένιε | βελουδένια | βελουδένιο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | βελουδένιοι | οι | βελουδένιες | τα | βελουδένια |
| γενική | των | βελουδένιων | των | βελουδένιων | των | βελουδένιων |
| αιτιατική | τους | βελουδένιους | τις | βελουδένιες | τα | βελουδένια |
| κλητική | βελουδένιοι | βελουδένιες | βελουδένια | |||
| Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο. | ||||||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ve.luˈðe.ɲos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βε‐λου‐δέ‐νιος
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη βελούδο
Μεταφράσεις
βελουδένιος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.