βελονοθεραπευτικός
Νέα ελληνικά (el)
Επίθετο
βελονοθεραπευτικός
- που έχει σχέση με τη βελονοθεραπεία, αναφέρεται σ' αυτή ή συμβάλλει σ' αυτή
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις βελονοθεραπεία, βελόνα και θεραπεύω
Μεταφράσεις
βελονοθεραπευτικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.