βελονοθεραπευτικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βελονοθεραπευτικός η βελονοθεραπευτική το βελονοθεραπευτικό
      γενική του βελονοθεραπευτικού της βελονοθεραπευτικής του βελονοθεραπευτικού
    αιτιατική τον βελονοθεραπευτικό τη βελονοθεραπευτική το βελονοθεραπευτικό
     κλητική βελονοθεραπευτικέ βελονοθεραπευτική βελονοθεραπευτικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βελονοθεραπευτικοί οι βελονοθεραπευτικές τα βελονοθεραπευτικά
      γενική των βελονοθεραπευτικών των βελονοθεραπευτικών των βελονοθεραπευτικών
    αιτιατική τους βελονοθεραπευτικούς τις βελονοθεραπευτικές τα βελονοθεραπευτικά
     κλητική βελονοθεραπευτικοί βελονοθεραπευτικές βελονοθεραπευτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

βελονοθεραπευτικός < βελόνα + -ο- + θεραπεύω + -τικός

Επίθετο

βελονοθεραπευτικός

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.