βεδισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | βεδισμός | οι | βεδισμοί |
| γενική | του | βεδισμού | των | βεδισμών |
| αιτιατική | τον | βεδισμό | τους | βεδισμούς |
| κλητική | βεδισμέ | βεδισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- βεδισμός < (λόγιο δάνειο) γαλλική védisme < védas, πληθυντικός αριθμός του véda + -ισμός[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ve.ðiˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βε‐δι‐σμός
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη βέδες
Αναφορές
- βεδισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.