βεγγαλικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βεγγαλικός η βεγγαλική το βεγγαλικό
      γενική του βεγγαλικού της βεγγαλικής του βεγγαλικού
    αιτιατική τον βεγγαλικό τη βεγγαλική το βεγγαλικό
     κλητική βεγγαλικέ βεγγαλική βεγγαλικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βεγγαλικοί οι βεγγαλικές τα βεγγαλικά
      γενική των βεγγαλικών των βεγγαλικών των βεγγαλικών
    αιτιατική τους βεγγαλικούς τις βεγγαλικές τα βεγγαλικά
     κλητική βεγγαλικοί βεγγαλικές βεγγαλικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

βεγγαλικός < Βεγγάλ(η) + -ικός

Προφορά

ΔΦΑ : /veŋ.ɡa.liˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βεγγαλικός

Επίθετο

βεγγαλικός, -ή, -ό

  1. που έχει σχέση με τη Βεγγάλη, κατάγεται απ’ αυτή ή αναφέρεται σ’ αυτή
  2. που έχει σχέση με τα βεγγαλικά ή αναφέρεται σ’ αυτά (φωτεινός, εκρηκτικός)
      Τα βεγγαλικά σου μάτια φέγγουν σαν το φώσφορο / σαν νυχτερινά καράβια που περνούν το Βόσπορο. (Από τραγούδι σε στίχους Μιχάλη Μπουρμπούλη και μουσική Στάμου Σέμση)

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.