Βεγγάλη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Βεγγάλη
      γενική της Βεγγάλης
    αιτιατική τη Βεγγάλη
     κλητική Βεγγάλη
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Χάρτης της Βεγγάλης

Ετυμολογία

Βεγγάλη < αγγλική Bengal < μπενγκάλι বাংলা (bangla)[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /veŋˈga.li/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Βεγγάλη

Κύριο όνομα

Βεγγάλη θηλυκό

  • περιοχή της Ασίας μεταξύ Ινδίας και Μπανγκλαντές
      Για παράδειγμα στη Βεγγάλη της Ινδίας υπάρχουν περισσότεροι από δύο εκατομμύρια τυφλοί. Και αυτό γιατί δεν υπάρχει ένα οφθαλμιατρείο με αποτέλεσμα από πολύ απλές παθήσεις οι άνθρωποι να τυφλώνονται. Σκεφτείτε ότι το απλό κολλύριο που στην Ελλάδα το βρίσκετε παντού, στη Βεγγάλη δεν υπάρχει.
    Διακονία από Πακιστάν ώς και τις Φιλιππίνες, Η Καθημερινή, 25 Δεκεμβρίου 2008

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.