βαφτισμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βαφτισμένος η βαφτισμένη το βαφτισμένο
      γενική του βαφτισμένου της βαφτισμένης του βαφτισμένου
    αιτιατική τον βαφτισμένο τη βαφτισμένη το βαφτισμένο
     κλητική βαφτισμένε βαφτισμένη βαφτισμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βαφτισμένοι οι βαφτισμένες τα βαφτισμένα
      γενική των βαφτισμένων των βαφτισμένων των βαφτισμένων
    αιτιατική τους βαφτισμένους τις βαφτισμένες τα βαφτισμένα
     κλητική βαφτισμένοι βαφτισμένες βαφτισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

βαφτισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου βαφτίζω

Μετοχή

βαφτισμένος -η -ο και βαπτισμένος

 δείτε τη λέξη  βαπτισμένος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.