βαφτισμένου
Νέα ελληνικά (el)
Κλιτικός τύπος μετοχής
βαφτισμένου
- γενική ενικού, αρσενικού γένους του βαφτισμένος
- γενική ενικού, ουδέτερου γένους του βαφτισμένος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.