βατταρισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | βατταρισμός | οι | βατταρισμοί |
| γενική | του | βατταρισμού | των | βατταρισμών |
| αιτιατική | τον | βατταρισμό | τους | βατταρισμούς |
| κλητική | βατταρισμέ | βατταρισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- βατταρισμός < (ελληνιστική κοινή) βατταρισμός < αρχαία ελληνική βατταρίζω < (ηχομιμητική λέξη)
Ουσιαστικό
βατταρισμός αρσενικό
- (σπάνιο) τραύλισμα
- (σπάνιο) (μεταφορικά) φλυαρία
- άλλες μορφές: βαττολογία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.