βαττάρισμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βαττάρισμα τα βατταρίσματα
      γενική του βατταρίσματος των βατταρισμάτων
    αιτιατική το βαττάρισμα τα βατταρίσματα
     κλητική βαττάρισμα βατταρίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βαττάρισμα < βατταρίζω < αρχαία ελληνική βατταρίζω < (ηχομιμητική λέξη)

Ουσιαστικό

βαττάρισμα ουδέτερο

  1. (σπάνιο) τραύλισμα
  2. (σπάνιο) (μεταφορικά) φλυαρία
    άλλες μορφές: βαττολογία

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.