τραύλισμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τραύλισμα τα τραυλίσματα
      γενική του τραυλίσματος των τραυλισμάτων
    αιτιατική το τραύλισμα τα τραυλίσματα
     κλητική τραύλισμα τραυλίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τραύλισμα < τραυλίζω + -μα < αρχαία ελληνική τραυλίζω < τραυλός

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈtɾa.vli.zma/

Ουσιαστικό

τραύλισμα ουδέτερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.