βαττολογία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βαττολογία οι βαττολογίες
      γενική της βαττολογίας των βαττολογιών
    αιτιατική τη βαττολογία τις βαττολογίες
     κλητική βαττολογία βαττολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βαττολογία < (ελληνιστική κοινή) βαττολογία

Ουσιαστικό

βαττολογία θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.