prince
Αγγλικά (en)
| ενικός | πληθυντικός |
| prince | princes |
Ουσιαστικό
prince (en)
- o πρίγκιπας (τίτλος ευγενείας)
- ο πρίγκιπας, το πριγκιπόπουλο, το βασιλόπουλο
- (μεταφορικά) άνθρωπος σπουδαίος σε κάποιον τομέα
- κοινή ονομασία ενός μανιταριού (Agaricus augustus)
Γαλλικά (fr)
Προφορά
- ΔΦΑ : /pʁɛ̃s/
- ⓘ
Ουσιαστικό
| γένος | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| αρσενικό | prince | princes |
| θηλυκό | princesse | princesses |
prince (fr) αρσενικό
- ο πρίγκιπας
- το βασιλόπουλο
Παλαιά γαλλικά (fro)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.