-πιτα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η -πιτα οι -πιτες
      γενική της -πιτας των -πιτών
    αιτιατική τη(ν) -πιτα τις -πιτες
     κλητική -πιτα -πιτες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

-πιτα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική -πιτα < πίτα[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /pi.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: -πιτα

Επίθημα

-πιτα θηλυκό

  • Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -πιτα στο Βικιλεξικό

Αναφορές

Πηγές

  • -πιτα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

ζητούμενο λήμμα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.