βασιζόμενος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | βασιζόμενος | η | βασιζόμενη | το | βασιζόμενο |
| γενική | του | βασιζόμενου | της | βασιζόμενης | του | βασιζόμενου |
| αιτιατική | τον | βασιζόμενο | τη | βασιζόμενη | το | βασιζόμενο |
| κλητική | βασιζόμενε | βασιζόμενη | βασιζόμενο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | βασιζόμενοι | οι | βασιζόμενες | τα | βασιζόμενα |
| γενική | των | βασιζόμενων | των | βασιζόμενων | των | βασιζόμενων |
| αιτιατική | τους | βασιζόμενους | τις | βασιζόμενες | τα | βασιζόμενα |
| κλητική | βασιζόμενοι | βασιζόμενες | βασιζόμενα | |||
| ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μεταφράσεις
βασιζόμενος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.