βασανιστικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | βασανιστικός | η | βασανιστική | το | βασανιστικό |
| γενική | του | βασανιστικού | της | βασανιστικής | του | βασανιστικού |
| αιτιατική | τον | βασανιστικό | τη | βασανιστική | το | βασανιστικό |
| κλητική | βασανιστικέ | βασανιστική | βασανιστικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | βασανιστικοί | οι | βασανιστικές | τα | βασανιστικά |
| γενική | των | βασανιστικών | των | βασανιστικών | των | βασανιστικών |
| αιτιατική | τους | βασανιστικούς | τις | βασανιστικές | τα | βασανιστικά |
| κλητική | βασανιστικοί | βασανιστικές | βασανιστικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- βασανιστικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
βασανιστικός, -ή, -ό
- σχετικός με βασανιστήρια
- (μεταφορικά) ενοχλητικός
- (μεταφορικά) εξονυχιστικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.