βασανίτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βασανίτης οι βασανίτες
      γενική του βασανίτη των βασανιτών
    αιτιατική τον βασανίτη τους βασανίτες
     κλητική βασανίτη βασανίτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βασανίτης < αγγλική bassanite < λατινικά basanites < αρχαία ελληνική βασανίτης < βάσανος (αντιδάνειο) < αρχαία αιγυπτιακά
bx
n
O39
(bḫn: είδος πετρώματος που χρησιμοποιόταν ως λυδία λίθος)

Κύριο όνομα

βασανίτης αρσενικό

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.