βασανίτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | βασανίτης | οι | βασανίτες |
| γενική | του | βασανίτη | των | βασανιτών |
| αιτιατική | τον | βασανίτη | τους | βασανίτες |
| κλητική | βασανίτη | βασανίτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- βασανίτης < αγγλική bassanite < λατινικά basanites < αρχαία ελληνική βασανίτης < βάσανος (αντιδάνειο) < αρχαία αιγυπτιακά
(bḫn: είδος πετρώματος που χρησιμοποιόταν ως λυδία λίθος)![D58 [b] b](../I/hiero_D58.png.webp)
![Aa1 [x] x](../I/hiero_Aa1.png.webp)
![N35 [n] n](../I/hiero_N35.png.webp)

Κύριο όνομα
βασανίτης αρσενικό
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
