ημιυδρίτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ημιυδρίτης οι ημιυδρίτες
      γενική του ημιυδρίτη των ημιυδριτών
    αιτιατική τον ημιυδρίτη τους ημιυδρίτες
     κλητική ημιυδρίτη ημιυδρίτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ημιυδρίτης < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική hemihedrite < αρχαία ελληνική ἡμι- + ὕδωρ

Κύριο όνομα

ημιυδρίτης αρσενικό

  1. (ορυκτολογία) είδος ορυκτού με χημικό τύπο Pb10Zn(CrO4)6(SiO4)2F2
  2. (ορυκτολογία) ο βασανίτης

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.