ημιυδρίτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ημιυδρίτης | οι | ημιυδρίτες |
| γενική | του | ημιυδρίτη | των | ημιυδριτών |
| αιτιατική | τον | ημιυδρίτη | τους | ημιυδρίτες |
| κλητική | ημιυδρίτη | ημιυδρίτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ημιυδρίτης < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική hemihedrite < αρχαία ελληνική ἡμι- + ὕδωρ
Κύριο όνομα
ημιυδρίτης αρσενικό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.