αργάτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αργάτης οι αργάτες
      γενική του αργάτη των αργατών
    αιτιατική τον αργάτη τους αργάτες
     κλητική αργάτη αργάτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αργάτης < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀργάτης < ελληνιστική κοινή ἐργάτης. Είτε με υποχωρητική αφομοίωση των [e][a] > [a] [a], είτε από συμπροφορά με αόριστο άρθρο και ανασυλλαβισμό (ena er..)[1] Συγκρίνετε με το εργάτης.

Προφορά

ΔΦΑ : /aɾˈɣa.tis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αργάτης

Ουσιαστικό

αργάτης αρσενικό

  1. (λαϊκό ή λογοτεχνικό) ο εργάτης
      Ο Θεός μου είναι ένας αργάτης που πεινάει...
    Νίκος Καζαντζάκης, αλληλογραφία 1920-24 (Ιστορικό Μουσείο Κρήτης) (προς την πρώτη του γυναίκα, Γαλάτεια)
  2. ανυψωτικό μηχάνημα, βαρούλκο

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.