ανδρισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ανδρισμός | οι | ανδρισμοί |
| γενική | του | ανδρισμού | των | ανδρισμών |
| αιτιατική | τον | ανδρισμό | τους | ανδρισμούς |
| κλητική | ανδρισμέ | ανδρισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ανδρισμός < (καθαρεύουσα) ἀνδρισμός < (ελληνιστική κοινή) ἀνδρισμός (η ανδρεία)
Ουσιαστικό
ανδρισμός αρσενικό (o πληθ. προφορικός ή για το όργανο)
- κυρίως το ανδρικό φέρσιμο, το γενναίο φρόνημα, η υπερηφάνεια, η ικανότητα του άνδρα να προστατεύει όσα κοινωνικά θεωρούνται δική του ευθύνη, η βασική ιδιότητα του άνδρα όπως αυτός νοείται ως οντότητα ανατομικά, ορμονικά και ψυχικά, συμπεριφερικά
- τα ανδρικά όργανα αναπαραγωγής
- η γενναιότητα στην ανάληψη ευθυνών
- ↪Πρέπει να έχεις τον ανδρισμό να παραδέχεσαι και τα λάθη σου
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.