βαθουλός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | βαθουλός | η | βαθουλή | το | βαθουλό |
| γενική | του | βαθουλού | της | βαθουλής | του | βαθουλού |
| αιτιατική | τον | βαθουλό | τη | βαθουλή | το | βαθουλό |
| κλητική | βαθουλέ | βαθουλή | βαθουλό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | βαθουλοί | οι | βαθουλές | τα | βαθουλά |
| γενική | των | βαθουλών | των | βαθουλών | των | βαθουλών |
| αιτιατική | τους | βαθουλούς | τις | βαθουλές | τα | βαθουλά |
| κλητική | βαθουλοί | βαθουλές | βαθουλά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- βαθουλός < μεσαιωνική ελληνική βαθουλός < αρχαία ελληνική βαθύς + -ουλός
Αντώνυμα
Συγγενικά
- βαθούλωμα
- βαθουλώνω
- βαθουλωτός
- → δείτε τη λέξη βαθύς
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.