βαθμολογημένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | βαθμολογημένος | η | βαθμολογημένη | το | βαθμολογημένο |
| γενική | του | βαθμολογημένου | της | βαθμολογημένης | του | βαθμολογημένου |
| αιτιατική | τον | βαθμολογημένο | τη | βαθμολογημένη | το | βαθμολογημένο |
| κλητική | βαθμολογημένε | βαθμολογημένη | βαθμολογημένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | βαθμολογημένοι | οι | βαθμολογημένες | τα | βαθμολογημένα |
| γενική | των | βαθμολογημένων | των | βαθμολογημένων | των | βαθμολογημένων |
| αιτιατική | τους | βαθμολογημένους | τις | βαθμολογημένες | τα | βαθμολογημένα |
| κλητική | βαθμολογημένοι | βαθμολογημένες | βαθμολογημένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /va.θmo.lo.ʝiˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βαθ‐μο‐λο‐γη‐μέ‐νος
- παλιότερος συλλαβισμός : βα‐θμο‐λο‐γη‐μέ‐νος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.