βίσονας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βίσονας οι βίσονες
      γενική του βίσονα των βισόνων
    αιτιατική τον βίσονα τους βίσονες
     κλητική βίσονα βίσονες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Αμερικανός βίσονας

Ετυμολογία

βίσονας < λατινική bison

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈvi.so.nas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βίσονας

Ουσιαστικό

βίσονας αρσενικό

  • (θηλαστικό ζώο) είδος άγριου και μεγαλόσωμου ζώου που ανήκει στην οικογένεια των βοοειδών, το οποίο ζει κυρίως στην Αμερική (Bison bison) και στην Ευρώπη (Bison bonasus)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.