Βοοειδή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τα | Βοοειδή | ||
| γενική | των | Βοοειδών | ||
| αιτιατική | τα | Βοοειδή | ||
| κλητική | Βοοειδή | |||
| Κατηγορία όπως «αιλουροειδές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Βοοειδή < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου βοοειδής < (ελληνιστική κοινή) βοοειδής
Κύριο όνομα
Βοοειδή ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (θηλαστικό ζώο) ταξινομικός όρος - οικογένεια: μεγάλα μηρυκαστικά θηλαστικά με μυώδες σώμα και κούφια, μη διακλαδιζόμενα κέρατα
-
Βοοειδή στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.