βάκτρο

Νέα ελληνικά (el)

βάκτρο αγκινάρας
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βάκτρο τα βάκτρα
      γενική του βάκτρου των βάκτρων
    αιτιατική το βάκτρο τα βάκτρα
     κλητική βάκτρο βάκτρα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βάκτρο < αρχαία ελληνική βάκτρον

Ουσιαστικό

βάκτρο ουδέτερο

  1. (λόγιο) βακτηρία
  2. (μηχανολογία) μεταλλικό ραβδί που κινείται παλινδρομικά και με τη σειρά του κινεί τον διωστήρα μιας μηχανής, χαλύβδινη ράβδος που συνδέεται με το έμβολο των κινητήρων ή των αντλιών που κινείται παλινδρομικά
  3. (βοτανική) περιβληματικά φύλλα ενός καρπού, όπως η αγκινάρα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.