διωστήρας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | διωστήρας | οι | διωστήρες |
| γενική | του | διωστήρα | των | διωστήρων |
| αιτιατική | τον | διωστήρα | τους | διωστήρες |
| κλητική | διωστήρα | διωστήρες | ||
| Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- διωστήρας < (καθαρεύουσα) διωστήρ + -ας (→ δείτε τις λέξεις δια και ώση)
Ουσιαστικό
διωστήρας αρσενικό
- (μηχανολογία) επίμηκες εξάρτημα μηχανής, που χρησιμοποιείται ως ενδιάμεσο στη μετατροπή της παλινδρομικής κίνησης του εμβόλου σε περιστροφική
Ταυτόσημο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
