αὖλαξ
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| αὔλᾰκ | |||||
| ονομαστική | ἡ | αὖλαξ | αἱ | αὔλακες | |
| γενική | τῆς | αὔλακος | τῶν | αὐλάκων | |
| δοτική | τῇ | αὔλακῐ | ταῖς | αὔλαξῐ(ν) | |
| αιτιατική | τὴν | αὔλακᾰ | τὰς | αὔλακᾰς | |
| κλητική ὦ! | αὖλαξ | αὔλακες | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | αὔλακε | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | αὐλάκοιν | |||
| Αργότερα, και ως αρσενικό. | |||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'φύλαξ' όπως «φύλαξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
Ετυμολογία
- αὖλαξ < *ἀ-Ϝλακ-ς < ἀ- προθεματικό + *Ϝλακ-, μεταπτωτική βαθμίδα για την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂welk- (τραβάω, κατ' επέκταση οργώνω, φτιάχνω αυλάκι)[1]
- Ομόρριζο των ἕλκω, ὁλκός, ὁλκή και με τις μορφές ἄλοξ, ὤλξ ή ὦλξ και τον δωρικό τύπο ὦλαξ (και με ψιλή και με δασεία), με τους οποίους σχεδόν ταυτίζεται εννοιολογικά
Ουσιαστικό
αὖλαξ (αὔλᾰκος) θηλυκό, αργότερα και αρσενικό
Συγγενικά
|
σύνθετα του αὖλαξ
|
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- αὖλαξ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- αὖλαξ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.