αὖλαξ

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
αὔλᾰκ
ονομαστική αὖλαξ αἱ αὔλακες
      γενική τῆς αὔλακος τῶν αὐλάκων
      δοτική τῇ αὔλακ ταῖς αὔλαξ(ν)
    αιτιατική τὴν αὔλακ τὰς αὔλακᾰς
     κλητική ! αὖλαξ αὔλακες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  αὔλακε
γεν-δοτ τοῖν  αὐλάκοιν
Αργότερα, και ως αρσενικό.
3η κλίση, Κατηγορία 'φύλαξ' όπως «φύλαξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αὖλαξ < *ἀ-Ϝλακ-ς < ἀ- προθεματικό + *Ϝλακ-, μεταπτωτική βαθμίδα για την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂welk- (τραβάω, κατ' επέκταση οργώνω, φτιάχνω αυλάκι)[1]
Ομόρριζο των ἕλκω, ὁλκός, ὁλκή και με τις μορφές ἄλοξ, ὤλξ ή ὦλξ και τον δωρικό τύπο ὦλαξ (και με ψιλή και με δασεία), με τους οποίους σχεδόν ταυτίζεται εννοιολογικά

Ουσιαστικό

αὖλαξ (αὔλᾰκος) θηλυκό, αργότερα και αρσενικό

  1. αυλάκι
    βόε... ἐρίσαντε ἐν αὔλακι
    ἀρότρῳ ἀναρρηγνύντες αὖλακας
  2. (μεταφορικά) γυναίκα, σύζυγος
     δείτε παράθεμα στον τύπο ἄλοξ
  3. (μεταφορικά) τραύμα, βαθύτερο από γρατσουνιά
     δείτε παράθεμα στον τύπο ἄλοξ

Συγγενικά

  • αὐλακεργάτης
  • αὐλακισμός
  • αὐλακίζω
  • αὐλακοειδής
  • αὐλακόεις
  • αὐλακοτομέω
  • αὐλακώδης
  • ἐξαυλακίζω
  • ἐναυλακοφοῖτι

σύνθετα του αὖλαξ

  • κυαναῦλαξ
  • μικραῦλαξ
  • ὀλιγαῦλαξ
  • ὁμαῦλαξ
  • πολυαῦλαξ
  • τριαῦλαξ

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.