αύλακα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αύλακα | οι | αύλακες |
| γενική | της | αύλακας | των | αυλάκων |
| αιτιατική | την | αύλακα | τις | αύλακες |
| κλητική | αύλακα | αύλακες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αύλακα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική αὖλαξ (αρσενικό ή θηλυκό) από την αιτιατική ενικού «τὴν αὔλακα» → και δείτε τη λέξη αύλακας αρσενικό
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈa.vla.ka/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αύ‐λα‐κα
Ουσιαστικό
αύλακα θηλυκό
Μεταφράσεις
αύλακα
|
Πηγές
- αύλακα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- αύλακα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.