αψυχολόγητος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αψυχολόγητος | η | αψυχολόγητη | το | αψυχολόγητο |
| γενική | του | αψυχολόγητου | της | αψυχολόγητης | του | αψυχολόγητου |
| αιτιατική | τον | αψυχολόγητο | την | αψυχολόγητη | το | αψυχολόγητο |
| κλητική | αψυχολόγητε | αψυχολόγητη | αψυχολόγητο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αψυχολόγητοι | οι | αψυχολόγητες | τα | αψυχολόγητα |
| γενική | των | αψυχολόγητων | των | αψυχολόγητων | των | αψυχολόγητων |
| αιτιατική | τους | αψυχολόγητους | τις | αψυχολόγητες | τα | αψυχολόγητα |
| κλητική | αψυχολόγητοι | αψυχολόγητες | αψυχολόγητα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
αψυχολόγητος,η,ο
- η ενέργεια που δεν μπορεί να ερμηνευτεί με τους βασικούς κανόνες της ψυχολογίας ή και της κοινής λογικής, που μπορεί να χαρακτηριστεί παράλογη ή αδικαιολόγητη ή κουτή ή άσκοπη ή άστοχη καθώς δεν επιφέρει ικανό όφελος για εκείνον που προχώρησε σε αυτήν
- το άτομο που δεν μπορεί να διερευνηθούν σε βάθος τα κίνητρα της δράσης ή της γενικής συμπεριφοράς του, που κατά κανόνα ενεργεί με τρόπο που οι υπόλοιποι αδυνατούν να παρακολουθήσουν και που σε γενικές γραμμές θεωρείται απρόβλεπτο είτε με τους κανόνες της ψυχολογίας ή και της λογικής
Μεταφράσεις
αψυχολόγητος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.