ψυχολογώ
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
ψυχολογώ
<
ψυχολόγος
+
-ώ
Ρήμα
ψυχολογώ
εκτιμώ
την ψυχική κατάσταση και το χαρακτήρα κάποιου
Μεταφράσεις
ψυχολογώ
γαλλικά
:
jauger
(fr)
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.