ἀχρεῖος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | ἀχρεῖος | ἡ | ἀχρείᾱ & ἀχρεῖος |
τὸ | ἀχρεῖον |
| γενική | τοῦ | ἀχρείου | τῆς | ἀχρείᾱς & ἀχρείου |
τοῦ | ἀχρείου |
| δοτική | τῷ | ἀχρείῳ | τῇ | ἀχρείᾳ & ἀχρείῳ |
τῷ | ἀχρείῳ |
| αιτιατική | τὸν | ἀχρεῖον | τὴν | ἀχρείᾱν & ἀχρεῖον |
τὸ | ἀχρεῖον |
| κλητική ὦ! | ἀχρεῖε | ἀχρείᾱ & ἀχρεῖε |
ἀχρεῖον | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | ἀχρεῖοι | αἱ | ἀχρεῖαι & ἀχρεῖοι |
τὰ | ἀχρεῖᾰ |
| γενική | τῶν | ἀχρείων | τῶν | ἀχρείων & ἀχρείων |
τῶν | ἀχρείων |
| δοτική | τοῖς | ἀχρείοις | ταῖς | ἀχρείαις & ἀχρείοις |
τοῖς | ἀχρείοις |
| αιτιατική | τοὺς | ἀχρείους | τὰς | ἀχρείᾱς & ἀχρείους |
τὰ | ἀχρεῖᾰ |
| κλητική ὦ! | ἀχρεῖοι | ἀχρεῖαι & ἀχρεῖοι |
ἀχρεῖᾰ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀχρείω | τὼ | ἀχρείᾱ & ἀχρείω |
τὼ | ἀχρείω |
| γεν-δοτ | τοῖν | ἀχρείοιν | τοῖν | ἀχρείαιν & ἀχρείοιν |
τοῖν | ἀχρείοιν |
| Ο τύπος του θηλυκού σε -ος, λιγότερο συνηθισμένος. | ||||||
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'δίκαιος' όπως «γυναικεῖος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ουσιαστικό
ἀχρεῖος, συγκριτικός : ἀχρειότερος, υπερθετικός : ἀχρειότατος
Συγγενικά
- ἀχρεία
- ἀχρειότης
- → και δείτε τη λέξη χρή
Πηγές
- ἀχρεῖος - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- ἀχρεῖος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀχρεῖος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.