ἀχορτασία

Νέα ελληνικά (el)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀχορτασί αἱ ἀχορτασίαι
      γενική τῆς ἀχορτασίᾱς τῶν ἀχορτασιῶν
      δοτική τῇ ἀχορτασί ταῖς ἀχορτασίαις
    αιτιατική τὴν ἀχορτασίᾱν τὰς ἀχορτασίᾱς
     κλητική ! ἀχορτασί ἀχορτασίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀχορτασί
γεν-δοτ τοῖν  ἀχορτασίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἀχορτασία < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

ἀχορτασία θηλυκό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.