αχορταγιά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αχορταγιά | οι | αχορταγιές |
| γενική | της | αχορταγιάς | των | αχορταγιών |
| αιτιατική | την | αχορταγιά | τις | αχορταγιές |
| κλητική | αχορταγιά | αχορταγιές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αχορταγιά < μεσαιωνική ελληνική αχορταγιά < αχόρταγος
Ουσιαστικό
αχορταγιά θηλυκό
Μεταφράσεις
αχορταγιά
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.