αχορτάριαγος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αχορτάριαγος | η | αχορτάριαγη | το | αχορτάριαγο |
| γενική | του | αχορτάριαγου | της | αχορτάριαγης | του | αχορτάριαγου |
| αιτιατική | τον | αχορτάριαγο | την | αχορτάριαγη | το | αχορτάριαγο |
| κλητική | αχορτάριαγε | αχορτάριαγη | αχορτάριαγο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αχορτάριαγοι | οι | αχορτάριαγες | τα | αχορτάριαγα |
| γενική | των | αχορτάριαγων | των | αχορτάριαγων | των | αχορτάριαγων |
| αιτιατική | τους | αχορτάριαγους | τις | αχορτάριαγες | τα | αχορτάριαγα |
| κλητική | αχορτάριαγοι | αχορτάριαγες | αχορτάριαγα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αχορτάριαγος < α- στερητικό + χορταριά(ζω) + -γος . Συγκρίνετε με το αχορτάριαστος.
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.xoɾˈtaɾ.ʝa.ɣos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐χορ‐τά‐ρια‐γος
Επίθετο
αχορτάριαγος
- (δημοτική, ιδιωματικό) άλλη μορφή του αχορτάριαστος, που δεν έχει χορταριάσει
- ≈ συνώνυμα: αχλόιστος
- ≠ αντώνυμα: χορταριασμένος
Μεταφράσεις
αχορτάριαγος
|
Πηγές
- αχορτάριαστος (& αχορτάριαγος) - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ἀχορτάριˬαστος - ⌘ Ἱστορικὸν Λεξικὸν τῆς Νέας Ἑλληνικῆς, τῆς τε κοινῶς ὁμιλουμένης καὶ τῶν ἰδιωμάτων (ΙΛΝΕ) της Ακαδημίας Αθηνών, online έως το λήμμα «δαχτυλωτός» (αναζήτηση, βραχυγραφίες). Έντυπη έκδοση: επτά τόμοι (1933‑2022) ως το λήμμα «δόγης»
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.