αχορτάριαγος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αχορτάριαγος η αχορτάριαγη το αχορτάριαγο
      γενική του αχορτάριαγου της αχορτάριαγης του αχορτάριαγου
    αιτιατική τον αχορτάριαγο την αχορτάριαγη το αχορτάριαγο
     κλητική αχορτάριαγε αχορτάριαγη αχορτάριαγο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αχορτάριαγοι οι αχορτάριαγες τα αχορτάριαγα
      γενική των αχορτάριαγων των αχορτάριαγων των αχορτάριαγων
    αιτιατική τους αχορτάριαγους τις αχορτάριαγες τα αχορτάριαγα
     κλητική αχορτάριαγοι αχορτάριαγες αχορτάριαγα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αχορτάριαγος < α- στερητικό + χορταριά(ζω) + -γος . Συγκρίνετε με το αχορτάριαστος.

Προφορά

ΔΦΑ : /a.xoɾˈtaɾ.ʝa.ɣos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αχορτάριαγος

Επίθετο

αχορτάριαγος

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.