αχινιός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αχινιός οι αχινιοί
      γενική του αχινιού των αχινιών
    αιτιατική τον αχινιό τους αχινιούς
     κλητική αχινιέ αχινιοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αχινιός < αχινός

Ουσιαστικό

αχινιός αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.