αφιλόξενος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αφιλόξενος η αφιλόξενη το αφιλόξενο
      γενική του αφιλόξενου της αφιλόξενης του αφιλόξενου
    αιτιατική τον αφιλόξενο την αφιλόξενη το αφιλόξενο
     κλητική αφιλόξενε αφιλόξενη αφιλόξενο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αφιλόξενοι οι αφιλόξενες τα αφιλόξενα
      γενική των αφιλόξενων των αφιλόξενων των αφιλόξενων
    αιτιατική τους αφιλόξενους τις αφιλόξενες τα αφιλόξενα
     κλητική αφιλόξενοι αφιλόξενες αφιλόξενα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αφιλόξενος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀφιλόξενος[1] < ἀ- στερητικό + φιλόξενος

Επίθετο

αφιλόξενος

Συγγενικά

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.