αφιλόξενος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αφιλόξενος | η | αφιλόξενη | το | αφιλόξενο |
| γενική | του | αφιλόξενου | της | αφιλόξενης | του | αφιλόξενου |
| αιτιατική | τον | αφιλόξενο | την | αφιλόξενη | το | αφιλόξενο |
| κλητική | αφιλόξενε | αφιλόξενη | αφιλόξενο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αφιλόξενοι | οι | αφιλόξενες | τα | αφιλόξενα |
| γενική | των | αφιλόξενων | των | αφιλόξενων | των | αφιλόξενων |
| αιτιατική | τους | αφιλόξενους | τις | αφιλόξενες | τα | αφιλόξενα |
| κλητική | αφιλόξενοι | αφιλόξενες | αφιλόξενα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αφιλόξενος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀφιλόξενος[1] < ἀ- στερητικό + φιλόξενος
Συγγενικά
Συνώνυμα
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
αφιλόξενος
Αναφορές
- αφιλόξενος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.