αφιλοξενία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αφιλοξενία οι αφιλοξενίες
      γενική της αφιλοξενίας των αφιλοξενιών
    αιτιατική την αφιλοξενία τις αφιλοξενίες
     κλητική αφιλοξενία αφιλοξενίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αφιλοξενία < μεσαιωνική ελληνική ἀφιλοξενία[1] < ελληνιστική κοινή ἀφιλόξενος[2] < αρχαία ελληνική φιλόξενος < φίλος + ξένος

Ουσιαστικό

αφιλοξενία θηλυκό

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

  1. αφιλοξενία -  Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. ἀφιλόξενος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.