αφεντομουτσουνάρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αφεντομουτσουνάρα οι αφεντομουτσουνάρες
      γενική της αφεντομουτσουνάρας
    αιτιατική την αφεντομουτσουνάρα τις αφεντομουτσουνάρες
     κλητική αφεντομουτσουνάρα αφεντομουτσουνάρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αφεντομουτσουνάρα < αφέντ(ης) + -ο- + μουτσούν(α) + μεγεθυντικό επίθημα -άρα

Ουσιαστικό

αφεντομουτσουνάρα θηλυκό

  • (νεολογισμός, ειρωνικό, σκωπτικό + αδύνατοι τύποι προσωπικής αντωνυμίας μου, σου, του) αντί της προσωπικής αντωνυμίας εγώ, εσύ, αυτός ή ο εαυτός / πρόσωπο
      Βλέπω πώς ακόμη δεν έβαλες γνώση από την εποχή του Αίσωπου. Βλέπεις πάλι τον κόσμο να προσκυνά τους θεούς που είναι φορτωμένοι στη ράχη σου και θαρείς πώς η λατρεία και τα μετανίσματα είναι για την αφεντομουτσουνάρα σου (Νέα Εστία, Τόμος 34, 1943, σελίδα 852)
      Άμα τον άκουγες, νόμιζες ότι μέσα βρίσκονταν ορδές από ανυπόμονα άτομα που περίμεναν την αφεντομουτσουνάρα μου για ν' αρχίσουμε το meeting. Η πραγματικότητα ήταν πολύ διαφορετική. Οι «όλοι», ήταν ο Τάκης, ο Γιάννης και ο ψηλός (Ευάγγελος Λαγουτάρης, Ιστορίες Μέθης, 2011, σελ. 63)
      Από τη λέξη «μουτσούνα» προήλθε η κατά μεγεθυντικό τύπο λέξη «μουτσουνάρα» και εν συνθέσει «αφεντομουτσουνάρα» τα οποία έχουν μειωτική σημασία καθ'υπερβολή (Λεξικογραφικόν δελτίον, Τόμος 17, Ακαδημία Αθηνών, 1991, σελ. 81)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.