ocular

Αγγλικά (en)

Επίθετο

ocular (en)

  1. οφθαλμικός
  2. αυτόπτης

Ουσιαστικό

ocular (en)

  1. το προσοφθάλμιο, ο προσοφθάλμιος φακός τηλεσκοπίου, μικροσκοπίου κλπ



Ισπανικά (es)

Επίθετο

ocular (es)

  1. οφθαλμικός
  2. αυτόπτης

Ουσιαστικό

ocular (es)

  1. το προσοφθάλμιο, ο προσοφθάλμιος φακός τηλεσκοπίου, μικροσκοπίου κλπ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.