ocular
Αγγλικά (en)
Επίθετο
ocular
(en)
οφθαλμικός
αυτόπτης
Ουσιαστικό
ocular
(en)
το
προσοφθάλμιο
, ο
προσοφθάλμιος
φακός
τηλεσκοπίου, μικροσκοπίου κλπ
Ισπανικά (es)
Επίθετο
ocular
(es)
οφθαλμικός
αυτόπτης
Ουσιαστικό
ocular
(es)
το
προσοφθάλμιο
, ο
προσοφθάλμιος
φακός
τηλεσκοπίου, μικροσκοπίου κλπ
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.