αυτόπτης μάρτυρας

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αυτόπτης μάρτυρας <  δείτε τις λέξεις αυτόπτης και μάρτυρας

Πολυλεκτικός όρος

αυτόπτης μάρτυρας αρσενικό

  • αυτός που είδε ένα γεγονός με τα ίδια του τα μάτια και μπορεί να μαρτυρήσει γι' αυτό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.