αυτούσιος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αυτούσιος η αυτούσια το αυτούσιο
      γενική του αυτούσιου της αυτούσιας του αυτούσιου
    αιτιατική τον αυτούσιο την αυτούσια το αυτούσιο
     κλητική αυτούσιε αυτούσια αυτούσιο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αυτούσιοι οι αυτούσιες τα αυτούσια
      γενική των αυτούσιων των αυτούσιων των αυτούσιων
    αιτιατική τους αυτούσιους τις αυτούσιες τα αυτούσια
     κλητική αυτούσιοι αυτούσιες αυτούσια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αυτούσιος < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

αυτούσιος, -α, -ο

  1. αμετάβλητος, ανέπαφος, ακέραιος.
  2. αυτός που δεν του έχει αφαιρεθεί ή που δεν έχει χάσει τίποτα.

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.