αυτούσια

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αυτούσια <αυτούσιος

Επίρρημα

αυτούσια χωρίς να υποστεί μεταβολή ή μείωση και να διατηρηθεί στην κατάσταση που βρίσκονταν.«η παρακαταθήκη παραδόθηκε αυτούσια».

ο Δημοτικός και Κοινοτικός Κώδικας λειτουργεί σαν πρότυπο και μπορεί να χρησιμοποιηθεί από τους Δήμους, είτε αυτούσια ή με αλλαγές

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.