αυτοχειροτόνητος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αυτοχειροτόνητος | η | αυτοχειροτόνητη | το | αυτοχειροτόνητο |
| γενική | του | αυτοχειροτόνητου | της | αυτοχειροτόνητης | του | αυτοχειροτόνητου |
| αιτιατική | τον | αυτοχειροτόνητο | την | αυτοχειροτόνητη | το | αυτοχειροτόνητο |
| κλητική | αυτοχειροτόνητε | αυτοχειροτόνητη | αυτοχειροτόνητο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αυτοχειροτόνητοι | οι | αυτοχειροτόνητες | τα | αυτοχειροτόνητα |
| γενική | των | αυτοχειροτόνητων | των | αυτοχειροτόνητων | των | αυτοχειροτόνητων |
| αιτιατική | τους | αυτοχειροτόνητους | τις | αυτοχειροτόνητες | τα | αυτοχειροτόνητα |
| κλητική | αυτοχειροτόνητοι | αυτοχειροτόνητες | αυτοχειροτόνητα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αυτοχειροτόνητος < (ελληνιστική κοινή) αὐτοχειροτόνητος
Επίθετο
αυτοχειροτόνητος, -η, -ο
- που έχει ο ίδιος χειροτονήσει τον εαυτό του
- (κατ’ επέκταση) που αυθαίρετα αποδίδει στον εαυτό του κάποιο τίτλο, αξίωμα κ.λπ.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.