αυτοφωτογραφίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αυτοφωτογραφίζομαι < αυτο- + φωτογραφίζομαι
Συγγενικά
- αυτοφωτογράφιση
- → δείτε τις λέξεις αυτός, φωτογραφία, φως και γράφω
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αυτοφωτογραφίζομαι | αυτοφωτογραφιζόμουν(α) | θα αυτοφωτογραφίζομαι | να αυτοφωτογραφίζομαι | ||
| β' ενικ. | αυτοφωτογραφίζεσαι | αυτοφωτογραφιζόσουν(α) | θα αυτοφωτογραφίζεσαι | να αυτοφωτογραφίζεσαι | (αυτοφωτογραφίζου) | |
| γ' ενικ. | αυτοφωτογραφίζεται | αυτοφωτογραφιζόταν(ε) | θα αυτοφωτογραφίζεται | να αυτοφωτογραφίζεται | ||
| α' πληθ. | αυτοφωτογραφιζόμαστε | αυτοφωτογραφιζόμαστε αυτοφωτογραφιζόμασταν |
θα αυτοφωτογραφιζόμαστε | να αυτοφωτογραφιζόμαστε | ||
| β' πληθ. | αυτοφωτογραφίζεστε | αυτοφωτογραφιζόσαστε αυτοφωτογραφιζόσασταν |
θα αυτοφωτογραφίζεστε | να αυτοφωτογραφίζεστε | (αυτοφωτογραφίζεστε) | |
| γ' πληθ. | αυτοφωτογραφίζονται | αυτοφωτογραφίζονταν αυτοφωτογραφιζόντουσαν |
θα αυτοφωτογραφίζονται | να αυτοφωτογραφίζονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αυτοφωτογραφίστηκα | θα αυτοφωτογραφιστώ | να αυτοφωτογραφιστώ | αυτοφωτογραφιστεί | ||
| β' ενικ. | αυτοφωτογραφίστηκες | θα αυτοφωτογραφιστείς | να αυτοφωτογραφιστείς | αυτοφωτογραφίσου | ||
| γ' ενικ. | αυτοφωτογραφίστηκε | θα αυτοφωτογραφιστεί | να αυτοφωτογραφιστεί | |||
| α' πληθ. | αυτοφωτογραφιστήκαμε | θα αυτοφωτογραφιστούμε | να αυτοφωτογραφιστούμε | |||
| β' πληθ. | αυτοφωτογραφιστήκατε | θα αυτοφωτογραφιστείτε | να αυτοφωτογραφιστείτε | αυτοφωτογραφιστείτε | ||
| γ' πληθ. | αυτοφωτογραφίστηκαν αυτοφωτογραφιστήκαν(ε) |
θα αυτοφωτογραφιστούν(ε) | να αυτοφωτογραφιστούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω αυτοφωτογραφιστεί | είχα αυτοφωτογραφιστεί | θα έχω αυτοφωτογραφιστεί | να έχω αυτοφωτογραφιστεί | αυτοφωτογραφισμένος | |
| β' ενικ. | έχεις αυτοφωτογραφιστεί | είχες αυτοφωτογραφιστεί | θα έχεις αυτοφωτογραφιστεί | να έχεις αυτοφωτογραφιστεί | ||
| γ' ενικ. | έχει αυτοφωτογραφιστεί | είχε αυτοφωτογραφιστεί | θα έχει αυτοφωτογραφιστεί | να έχει αυτοφωτογραφιστεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε αυτοφωτογραφιστεί | είχαμε αυτοφωτογραφιστεί | θα έχουμε αυτοφωτογραφιστεί | να έχουμε αυτοφωτογραφιστεί | ||
| β' πληθ. | έχετε αυτοφωτογραφιστεί | είχατε αυτοφωτογραφιστεί | θα έχετε αυτοφωτογραφιστεί | να έχετε αυτοφωτογραφιστεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν αυτοφωτογραφιστεί | είχαν αυτοφωτογραφιστεί | θα έχουν αυτοφωτογραφιστεί | να έχουν αυτοφωτογραφιστεί | ||
Μεταφράσεις
αυτοφωτογραφίζομαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.