αυτόφυτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αυτόφυτος η αυτόφυτη το αυτόφυτο
      γενική του αυτόφυτου της αυτόφυτης του αυτόφυτου
    αιτιατική τον αυτόφυτο την αυτόφυτη το αυτόφυτο
     κλητική αυτόφυτε αυτόφυτη αυτόφυτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αυτόφυτοι οι αυτόφυτες τα αυτόφυτα
      γενική των αυτόφυτων των αυτόφυτων των αυτόφυτων
    αιτιατική τους αυτόφυτους τις αυτόφυτες τα αυτόφυτα
     κλητική αυτόφυτοι αυτόφυτες αυτόφυτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αυτόφυτος < αυτό- + -φυτος ( < φύομαι)

Επίθετο

αυτόφυτος, -η, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.