αυτοματοποιημένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αυτοματοποιημένος | η | αυτοματοποιημένη | το | αυτοματοποιημένο |
| γενική | του | αυτοματοποιημένου | της | αυτοματοποιημένης | του | αυτοματοποιημένου |
| αιτιατική | τον | αυτοματοποιημένο | την | αυτοματοποιημένη | το | αυτοματοποιημένο |
| κλητική | αυτοματοποιημένε | αυτοματοποιημένη | αυτοματοποιημένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αυτοματοποιημένοι | οι | αυτοματοποιημένες | τα | αυτοματοποιημένα |
| γενική | των | αυτοματοποιημένων | των | αυτοματοποιημένων | των | αυτοματοποιημένων |
| αιτιατική | τους | αυτοματοποιημένους | τις | αυτοματοποιημένες | τα | αυτοματοποιημένα |
| κλητική | αυτοματοποιημένοι | αυτοματοποιημένες | αυτοματοποιημένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αυτοματοποιημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αυτοματοποιώ
Μεταφράσεις
αυτοματοποιημένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.