αυτοματοποιώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αυτοματοποιώ < αυτόματο + -ο- + -ποιώ (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική automatiser)
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αυτοματοποιώ | αυτοματοποιούσα | θα αυτοματοποιώ | να αυτοματοποιώ | αυτοματοποιώντας | |
| β' ενικ. | αυτοματοποιείς | αυτοματοποιούσες | θα αυτοματοποιείς | να αυτοματοποιείς | (αυτοματοποίει) | |
| γ' ενικ. | αυτοματοποιεί | αυτοματοποιούσε | θα αυτοματοποιεί | να αυτοματοποιεί | ||
| α' πληθ. | αυτοματοποιούμε | αυτοματοποιούσαμε | θα αυτοματοποιούμε | να αυτοματοποιούμε | ||
| β' πληθ. | αυτοματοποιείτε | αυτοματοποιούσατε | θα αυτοματοποιείτε | να αυτοματοποιείτε | αυτοματοποιείτε | |
| γ' πληθ. | αυτοματοποιούν(ε) | αυτοματοποιούσαν(ε) | θα αυτοματοποιούν(ε) | να αυτοματοποιούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αυτοματοποίησα | θα αυτοματοποιήσω | να αυτοματοποιήσω | αυτοματοποιήσει | ||
| β' ενικ. | αυτοματοποίησες | θα αυτοματοποιήσεις | να αυτοματοποιήσεις | αυτοματοποίησε | ||
| γ' ενικ. | αυτοματοποίησε | θα αυτοματοποιήσει | να αυτοματοποιήσει | |||
| α' πληθ. | αυτοματοποιήσαμε | θα αυτοματοποιήσουμε | να αυτοματοποιήσουμε | |||
| β' πληθ. | αυτοματοποιήσατε | θα αυτοματοποιήσετε | να αυτοματοποιήσετε | αυτοματοποιήστε | ||
| γ' πληθ. | αυτοματοποίησαν αυτοματοποιήσαν(ε) |
θα αυτοματοποιήσουν(ε) | να αυτοματοποιήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω αυτοματοποιήσει | είχα αυτοματοποιήσει | θα έχω αυτοματοποιήσει | να έχω αυτοματοποιήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις αυτοματοποιήσει | είχες αυτοματοποιήσει | θα έχεις αυτοματοποιήσει | να έχεις αυτοματοποιήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει αυτοματοποιήσει | είχε αυτοματοποιήσει | θα έχει αυτοματοποιήσει | να έχει αυτοματοποιήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε αυτοματοποιήσει | είχαμε αυτοματοποιήσει | θα έχουμε αυτοματοποιήσει | να έχουμε αυτοματοποιήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε αυτοματοποιήσει | είχατε αυτοματοποιήσει | θα έχετε αυτοματοποιήσει | να έχετε αυτοματοποιήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν αυτοματοποιήσει | είχαν αυτοματοποιήσει | θα έχουν αυτοματοποιήσει | να έχουν αυτοματοποιήσει |
| |
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αυτοματοποιούμαι | αυτοματοποιούμουν | θα αυτοματοποιούμαι | να αυτοματοποιούμαι | ||
| β' ενικ. | αυτοματοποιείσαι | αυτοματοποιούσουν | θα αυτοματοποιείσαι | να αυτοματοποιείσαι | ||
| γ' ενικ. | αυτοματοποιείται | αυτοματοποιούνταν | θα αυτοματοποιείται | να αυτοματοποιείται | ||
| α' πληθ. | αυτοματοποιούμαστε | αυτοματοποιούμασταν αυτοματοποιούμαστε |
θα αυτοματοποιούμαστε | να αυτοματοποιούμαστε | ||
| β' πληθ. | αυτοματοποιείστε | αυτοματοποιούσασταν αυτοματοποιούσαστε |
θα αυτοματοποιείστε | να αυτοματοποιείστε | αυτοματοποιείστε | |
| γ' πληθ. | αυτοματοποιούνται | αυτοματοποιούνταν | θα αυτοματοποιούνται | να αυτοματοποιούνται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αυτοματοποιήθηκα | θα αυτοματοποιηθώ | να αυτοματοποιηθώ | αυτοματοποιηθεί | ||
| β' ενικ. | αυτοματοποιήθηκες | θα αυτοματοποιηθείς | να αυτοματοποιηθείς | αυτοματοποιήσου | ||
| γ' ενικ. | αυτοματοποιήθηκε | θα αυτοματοποιηθεί | να αυτοματοποιηθεί | |||
| α' πληθ. | αυτοματοποιηθήκαμε | θα αυτοματοποιηθούμε | να αυτοματοποιηθούμε | |||
| β' πληθ. | αυτοματοποιηθήκατε | θα αυτοματοποιηθείτε | να αυτοματοποιηθείτε | αυτοματοποιηθείτε | ||
| γ' πληθ. | αυτοματοποιήθηκαν αυτοματοποιηθήκαν(ε) |
θα αυτοματοποιηθούν(ε) | να αυτοματοποιηθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω αυτοματοποιηθεί | είχα αυτοματοποιηθεί | θα έχω αυτοματοποιηθεί | να έχω αυτοματοποιηθεί | αυτοματοποιημένος | |
| β' ενικ. | έχεις αυτοματοποιηθεί | είχες αυτοματοποιηθεί | θα έχεις αυτοματοποιηθεί | να έχεις αυτοματοποιηθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει αυτοματοποιηθεί | είχε αυτοματοποιηθεί | θα έχει αυτοματοποιηθεί | να έχει αυτοματοποιηθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε αυτοματοποιηθεί | είχαμε αυτοματοποιηθεί | θα έχουμε αυτοματοποιηθεί | να έχουμε αυτοματοποιηθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε αυτοματοποιηθεί | είχατε αυτοματοποιηθεί | θα έχετε αυτοματοποιηθεί | να έχετε αυτοματοποιηθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν αυτοματοποιηθεί | είχαν αυτοματοποιηθεί | θα έχουν αυτοματοποιηθεί | να έχουν αυτοματοποιηθεί | ||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.