αυτοματοποιώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αυτοματοποιώ < αυτόματο + -ο- + -ποιώ (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική automatiser)

Ρήμα

αυτοματοποιώ (παθητική φωνή: αυτοματοποιούμαι)

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.