αυτοκολλητάκι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | αυτοκολλητάκι | τα | αυτοκολλητάκια |
| γενική | — | — | ||
| αιτιατική | το | αυτοκολλητάκι | τα | αυτοκολλητάκια |
| κλητική | αυτοκολλητάκι | αυτοκολλητάκια | ||
| Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αυτοκολλητάκι < αυτοκόλλητ(ο) + υποκοριστικό επίθημα -άκι < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αυτοκόλλητος
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.fto.ko.liˈta.ci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αυ‐το‐κολ‐λη‐τά‐κι
Ουσιαστικό
αυτοκολλητάκι ουδέτερο
- μικρό αυτοκόλλητο
- (προφορικό, οικείο, μεταφορικά) λατρεμένο άτομο που είναι συνεχώς μαζί μας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.